Έπαιξε στ’ ακρογιάλι ως αργά
Γύριζε στα χέρια βότσαλα και την πετροβολούσε
Γελούσε –Θεέ μου πόσο γελούσε- κι έβαζε στόχο,
πότε τα πόδια, πότε το κεφάλι
Εκείνη σώπαινε
Περίμενε την κάψα του μεσημεριού,
γυμνό παιδί να πάει κοντά της και
στ’ αλμυρά της κύματα να σβήσει οργή και δάκρυ
Μα εκείνο μόνο φώναζε κι έσκαβε πιο βαθιά
το λάκκο μες το χώμα
Να την αδειάσει ήθελε στα τρίσβαθα της γης
Κι όταν αυτή απόκαμε και γύρισε στου δειλινού
τη άκρη να πλαγιάσει…έβαλε στόχο την καρδιά
Πισώπλατα
Μ’ ένα στιλέτο
Κι ακόμα το γυρίζει
Ποιητική Συλλογή: αντίπερα
Όμορφο Μαρίνα! μου έδωσε την εικόνα..
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι αν αφαιρούσες κάτι λέξεις θα άγγιζες πολύ ψηλά επιτευγματα..
Καλό σου βράδυ!
Μακάρι να μπορούσα Στρατή μα…
ΑπάντησηΔιαγραφήτόσες και περισσότερες ήταν οι πέτρες…
Καλή σου νύχτα